τετραφαλαγγία

τετραφαλαγγία
τετρᾰφᾰλαγγ-ία, ,
A corps of four phalanxes or a phalanx in four divisions, i.e. of 16,384 men, Plb.12.20.7, Arr.Tact.28.6, Ael.Tact.36.6, Polyaen.4.7.12.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τετραφαλαγγία — τετραφαλαγγίᾱ , τετραφαλαγγία corps of four phalanxes fem nom/voc/acc dual τετραφαλαγγίᾱ , τετραφαλαγγία corps of four phalanxes fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραφαλαγγίᾳ — τετραφαλαγγίᾱͅ , τετραφαλαγγία corps of four phalanxes fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραφαλαγγία — ἡ, Α στρατιωτικό σώμα από τέσσερεις φάλαγγες ή φάλαγγα διαιρεμένη σε τέσσερεις μοίρες, δηλαδή συνολικά από 16.384 άνδρες («ἄγειν διφαλαγγίαν ἤ τετραφαλαγγίαν ἁρμόζουσαν», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + φάλαγξ, αγγος + κατάλ. ία] …   Dictionary of Greek

  • τετραφαλαγγίαν — τετραφαλαγγίᾱν , τετραφαλαγγία corps of four phalanxes fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

  • τετραφαλαγγάρχης — ὁ, Α ο διοικητής τής τετραφαλαγγιας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετραφαλαγγία + άρχης*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”